-
1 необходимый
необходи́мыйприл ἀναγκαίος, ἀπαραίτητος:\необходимыйые средства τά ἀναγκαία μέσα· \необходимыйое усло́в-ие ὁ ἀπαραίτητος ὄρος· считаю \необходимыйым... θεωρώ ἀναγκαίο νά... -
2 признак
1. тех. το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, - и сходимости ряда (мат) τα κριτήρια σύγκλισης της ακολουθίας, - Да-ламбера - του πηλίκου του Ντ'Αλαμπέρ- ошибки вчт. - του σφάλματος2. мед. о χαρακτήρ/ας, το σύμπτωμαвторичные половые - и δευτερεύωντες γενετήσιοι - ες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > признак